- αρτεσιανός
- η , ό[ν] артезианский;
αρτεσιανόν φρέαρ — артезианский колодец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρτεσιανόν φρέαρ — артезианский колодец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρτεσιανός — ή, ό αυτός που ανήκει στην Αρτεσία, παλιά επαρχία της Γαλλίας (σήμερα Αρτουά)· «αρτεσιανό πηγάδι», πηγάδι, όπως εκείνα της Αρτεσίας (απ αυτό και το όνομα), όπου το νερό ανεβαίνει ως την επιφάνεια του εδάφους μόνο του και συνήθως ανατινάζεται και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γκάρντα — (Garda).Λίμνη (370 τ. χλμ.) της Ιταλίας. Είναι η μεγαλύτερη της χώρας, με περίμετρο 155 χλμ., μέγιστο μήκος 52 χλμ. και μέγιστο πλάτος 17 χλμ. Ονομάζεται και Μπενάκο. Το μέσο ύψος της είναι 65 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και το… … Dictionary of Greek